Definify.com
Definition 2025
εθελοντής
εθελοντής
See also: ἐθελοντής
Greek
Noun
εθελοντής • (ethelontís) m (plural εθελοντές, feminine εθελόντρια)
Declension
declension of εθελοντής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εθελοντής | εθελοντές |
genitive | εθελοντή | εθελοντών |
accusative | εθελοντή | εθελοντές |
vocative | εθελοντή | εθελοντές |
Related terms
- εθελοντικά (ethelontiká, “voluntarily”)
- εθελοντικώς (ethelontikós, “voluntarily”)