Definify.com
Definition 2024
εικόνισμα
εικόνισμα
Greek
Noun
εικόνισμα • (eikónisma) n (plural εικονίσματα)
Declension
declension of εικόνισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εικόνισμα | εικονίσματα |
genitive | εικονίσματος | εικονισμάτων |
accusative | εικόνισμα | εικονίσματα |
vocative | εικόνισμα | εικονίσματα |
Synonyms
- see: εικόνα f (eikóna)