Definify.com
Definition 2025
εκατονταετία
εκατονταετία
Greek
Noun
εκατονταετία • (ekatontaetía) f (plural εκατονταετίες)
Declension
declension of εκατονταετία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκατονταετία | εκατονταετίες |
genitive | εκατονταετίας | εκατονταετιών |
accusative | εκατονταετία | εκατονταετίες |
vocative | εκατονταετία | εκατονταετίες |
Synonyms
- εκατονταετηρίδα f (ekatontaetirída)
Related terms
- see: εκατό n (ekató, “hundred, 100”)
See also
- εκατονταρχία f (ekatontarchía, “Roman army unit, century”)