Definify.com

Definition 2024


εκατοστόμετρο

εκατοστόμετρο

Greek

Noun

εκατοστόμετρο (ekatostómetro) n (plural εκατοστόμετρα)

  1. centimetre

Declension

Synonyms

Related terms

  • see: εκατό n (ekató, hundred, 100)