Definify.com
Definition 2025
εκκεντρικότητα
εκκεντρικότητα
Greek
Noun
εκκεντρικότητα • (ekkentrikótita) f (plural εκκεντρικότητες)
- eccentricity (eccentric behaviour)
Declension
declension of εκκεντρικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εκκεντρικότητα | εκκεντρικότητες |
| genitive | εκκεντρικότητας | εκκεντρικοτήτων |
| accusative | εκκεντρικότητα | εκκεντρικότητες |
| vocative | εκκεντρικότητα | εκκεντρικότητες |