Definify.com
Definition 2025
εκπυρσοκρότηση
εκπυρσοκρότηση
Greek
Noun
εκπυρσοκρότηση • (ekpyrsokrótisi) f (plural εκπυρσοκροτήσεις)
Declension
declension of εκπυρσοκρότηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις |
| genitive | εκπυρσοκρότησης / εκπυρσοκροτήσεως | εκπυρσοκροτήσεων |
| accusative | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις |
| vocative | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις |