Definify.com
Definition 2024
εκσκαφή
εκσκαφή
Greek
Noun
εκσκαφή • (ekskafí) f (plural εκσκαφές)
- (architecture, archaeology) excavation (operation, especially mechanical)
Declension
declension of εκσκαφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκσκαφή | εκσκαφές |
genitive | εκσκαφής | εκσκαφών |
accusative | εκσκαφή | εκσκαφές |
vocative | εκσκαφή | εκσκαφές |
Related terms
- εκσκαφέας m (ekskaféas, “excavator”)