Definify.com
Definition 2024
εκτάριο
εκτάριο
Greek
Noun
εκτάριο • (ektário) n (plural εκτάρια)
Declension
declension of εκτάριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκτάριο | εκτάρια |
genitive | εκταρίου | εκταρίων |
accusative | εκτάριο | εκτάρια |
vocative | εκτάριο | εκτάρια |
See also
- τετραγωνικό μέτρο n (tetragonikó métro, “square metre”)
- στρέμμα n (strémma, “1/10 hectare”)
External links
- εκτάριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el