Definify.com
Definition 2025
εκχιονιστήρας
εκχιονιστήρας
Greek
Noun
εκχιονιστήρας • (ekchionistíras) m (plural εκχιονιστήρες)
- snow plough (UK), snow plow (US)
Declension
declension of εκχιονιστήρας
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εκχιονιστήρας | εκχιονιστήρες |
| genitive | εκχιονιστήρα | εκχιονιστήρων |
| accusative | εκχιονιστήρα | εκχιονιστήρες |
| vocative | εκχιονιστήρα | εκχιονιστήρες |