Definify.com
Definition 2024
ελαιογραφία
ελαιογραφία
Greek
Noun
ελαιογραφία • (elaiografía) f (plural ελαιογραφίες)
- oil painting (a painting in oil paints, or the technique or process)
Declension
declension of ελαιογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελαιογραφία | ελαιογραφίες |
genitive | ελαιογραφίας | ελαιογραφιών |
accusative | ελαιογραφία | ελαιογραφίες |
vocative | ελαιογραφία | ελαιογραφίες |
External links
- Ζωγραφική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el