- ελεύθερο n (eléfthero, “authorisation, freestyle”)
- ελευθέριος (elefthérios, “liberal”)
- ελευθέρωση f (elefthérosi, “liberation”)
- ελευθεριάζω (eleftheriázo, “to take liberties”)
- ελευθεριότητα f (eleftheriótita, “liberality”)
- ελευθεροστομία f (eleftherostomía, “outspokenness”)
- ελευθεροτεκτονισμός m (eleftherotektonismós, “freemasonry”)
- ελευθεροτυπία f (eleftherotypía, “free press”)
- ελευθεροφροσύνη (eleftherofrosýni, “freethinking”)
|
|
- ελευθερωτής m (eleftherotís, “liberator”)
- ελευθερόστομος (eleftheróstomos, “outspoken”)
- ελευθερόφρων (eleftherófron, “liberal”)
- ελευθερώνομαι (eleftherónomai, “to give birth”)
- ελευθερώνω (eleftheróno, “to free, to liberate”)
- ελευθερώτρια f (eleftherótria, “liberator”)
- ελεύθερη αγορά f (eléftheri agorá, “free market”)
- ελεύθερος χρόνος m (eléftheros chrónos, “free time”)
- ελεύθερος (eléftheros, “free, unmarried”)
|