Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
εμβιομηχανικής
εμβιομηχανικής
Greek
Noun
εμβιομηχανικής
•
(
emviomichanikís
)
f
Genitive
singular
form of
εμβιομηχανική
(
emviomichanikí
)
.
Similar Results