Definify.com

Definition 2024


ενεχυροδανειστήριο

ενεχυροδανειστήριο

Greek

Noun

ενεχυροδανειστήριο (enechyrodaneistírio) n (plural ενεχυροδανειστήρια)

  1. pawnshop, pawn shop

Declension

Related terms

see: ενεχυριάζω (enechyriázo, to pawn)