Definify.com
Definition 2025
εντοπισμός
εντοπισμός
Greek
Noun
εντοπισμός • (entopismós) m
Declension
declension of εντοπισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εντοπισμός | εντοπισμοί |
genitive | εντοπισμού | εντοπισμών |
accusative | εντοπισμό | εντοπισμούς |
vocative | εντοπισμέ | εντοπισμοί |
Related terms
- εντοπίζω n (entopízo, “localise, locate, detect”)