Definify.com
Definition 2024
επίκεντρο
επίκεντρο
Greek
Noun
επίκεντρο • (epíkentro) n (plural επίκεντρα)
Declension
declension of επίκεντρο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επίκεντρο | επίκεντρα | |
genitive | επικέντρου | επικέντρων | |
accusative | επίκεντρο | επίκεντρα | |
vocative | επίκεντρο | επίκεντρα | |
other the genitive forms: επίκεντρου and επίκεντρων |