Definify.com
Definition 2024
επιδερμίδα
επιδερμίδα
Greek
Noun
επιδερμίδα • (epidermída) f (plural επιδερμίδες)
Declension
declension of επιδερμίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιδερμίδα | επιδερμίδες |
genitive | επιδερμίδας | επιδερμίδων |
accusative | επιδερμίδα | επιδερμίδες |
vocative | επιδερμίδα | επιδερμίδες |
Related terms
- δέρμα n (dérma, “skin”)
External links
- Δέρμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el