Definify.com
Definition 2024
επιδόρπιο
επιδόρπιο
Greek
Noun
επιδόρπιο • (epidórpio) n (plural επιδόρπια)
Declension
declension of επιδόρπιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιδόρπιο | επιδόρπια |
genitive | επιδορπίου | επιδορπίων |
accusative | επιδόρπιο | επιδόρπια |
vocative | επιδόρπιο | επιδόρπια |