Definify.com
Definition 2024
επικαρπία
επικαρπία
Greek
Noun
επικαρπία • (epikarpía) f (plural επικαρπίες)
- (law) usufruct
Declension
declension of επικαρπία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επικαρπία | επικαρπίες |
genitive | επικαρπίας | επικαρπιών |
accusative | επικαρπία | επικαρπίες |
vocative | επικαρπία | επικαρπίες |