Definify.com
Definition 2025
επισκέπτρια
επισκέπτρια
Greek
Noun
επισκέπτρια • (episképtria) f (plural επισκέπτριες, masculine επισκέπτης)
Declension
declension of επισκέπτρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | επισκέπτρια | επισκέπτριες |
| genitive | επισκέπτριας | επισκεπτριών |
| accusative | επισκέπτρια | επισκέπτριες |
| vocative | επισκέπτρια | επισκέπτριες |
Related terms
- επίσκεψη f (epískepsi, “visit”)
- επισκέπτης m (episképtis, “visitor”)
- επισκέπτομαι (episképtomai, “to visit”)