Definify.com
Definition 2025
επιστήμονας
επιστήμονας
Greek
Noun
επιστήμονας • (epistímonas) m f (plural επιστήμονες, feminine επιστημόνισσα)
- (sciences) scientist
Declension
declension of επιστήμονας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιστήμονας | επιστήμονες |
genitive | επιστήμονα | επιστημόνων |
accusative | επιστήμονα | επιστήμονες |
vocative | επιστήμονα | επιστήμονες |
Related terms
- see: επιστήμη f (epistími, “science”)
External links
- επιστήμονας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el