Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
επιστολή
επιστολή
See also:
ἐπιστολή
Greek
Noun
επιστολή
•
(
epistolí
)
f
(
plural
επιστολές
)
letter
,
written
communication
(
religion
)
epistle
missive
Declension
declension of
επιστολή
singular
plural
nominative
επιστολή
επιστολές
genitive
επιστολής
επιστολών
accusative
επιστολή
επιστολές
vocative
επιστολή
επιστολές
Synonyms
(
communication
)
:
γράμμα
f
(
grámma
)
Etymology
Inherited from the
Ancient Greek
ἐπῐστολή
(
epistolḗ
)
.
Similar Results