Definify.com
Definition 2024
επιτυχία
επιτυχία
Greek
Noun
επιτυχία • (epitychía) f (plural επιτυχίες)
Declension
declension of επιτυχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιτυχία | επιτυχίες |
genitive | επιτυχίας | επιτυχιών |
accusative | επιτυχία | επιτυχίες |
vocative | επιτυχία | επιτυχίες |
Antonyms
- αποτυχία f (apotychía, “failure”)