Definify.com
Definition 2024
επιφύλαξη
επιφύλαξη
Greek
Noun
επιφύλαξη • (epifýlaxi) f (plural επιφυλάξεις)
- reservation (doubt, hesitation)
- (law) reservation (of legal rights)
Declension
declension of επιφύλαξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιφύλαξη | επιφυλάξεις |
genitive | επιφύλαξης / επιφυλάξεως | επιφυλάξεων |
accusative | επιφύλαξη | επιφυλάξεις |
vocative | επιφύλαξη | επιφυλάξεις |