Definify.com
Definition 2025
επιχειρηματίας
επιχειρηματίας
Greek
Noun
επιχειρηματίας • (epicheirimatías) m, f (plural επιχειρηματίες)
Declension
declension of επιχειρηματίας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιχειρηματίας | επιχειρηματίες |
genitive | επιχειρηματία | επιχειρηματιών |
accusative | επιχειρηματία | επιχειρηματίες |
vocative | επιχειρηματία | επιχειρηματίες |
Related terms
- see: επιχειρώ (epicheiró, “to undertake”)