Definify.com
Definition 2024
εργαλειοθήκη
εργαλειοθήκη
Greek
Noun
εργαλειοθήκη • (ergaleiothíki) f (plural εργαλειοθήκες)
Declension
declension of εργαλειοθήκη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργαλειοθήκη | εργαλειοθήκες |
genitive | εργαλειοθήκης | εργαλειοθηκών |
accusative | εργαλειοθήκη | εργαλειοθήκες |
vocative | εργαλειοθήκη | εργαλειοθήκες |
Related terms
- see: εργαλείο n (ergaleío, “tool”)