Definify.com

Definition 2024


ερυθρό_αιμοσφαίριο

ερυθρό αιμοσφαίριο

Greek

Noun

ερυθρό αιμοσφαίριο (erythró aimosfaírio) n (plural ερυθρά αιμοσφαίρια)

  1. (biology) erythrocyte, red blood cell

Related terms

see: αιμοσφαίριο n (aimosfaírio, blood cell)