Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
ερωτικό_βοήθημα
ερωτικό βοήθημα
Greek
Noun
ερωτικό
βοήθημα
•
(
erotikó voíthima
)
n
(
plural
ερωτικά βοηθήματα
)
sex toy
(
marital aid
)
Similar Results