Definify.com
Definition 2025
ετυμολογία
ετυμολογία
See also: ἐτυμολογία
Greek
Noun
ετυμολογία • (etymología) f (plural ετυμολογίες)
-  etymology
-  Τα παραδείγματα των ετυμολογιών που πρότεινε είναι τα ακόλουθα ...
- Examples of the suggested etymologies are ...
 
 
 -  Τα παραδείγματα των ετυμολογιών που πρότεινε είναι τα ακόλουθα ...
 
Declension
declension of ετυμολογία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ετυμολογία | ετυμολογίες | 
| genitive | ετυμολογίας | ετυμολογιών | 
| accusative | ετυμολογία | ετυμολογίες | 
| vocative | ετυμολογία | ετυμολογίες |