Definify.com
Definition 2025
ζιζανιοκτόνο
ζιζανιοκτόνο
Greek
Noun
ζιζανιοκτόνο • (zizanioktóno) n (plural ζιζανιοκτόνα)
- (horticulture) weedkiller, herbicide
Declension
declension of ζιζανιοκτόνο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ζιζανιοκτόνο | ζιζανιοκτόνα |
| genitive | ζιζανιοκτόνου | ζιζανιοκτόνων |
| accusative | ζιζανιοκτόνο | ζιζανιοκτόνα |
| vocative | ζιζανιοκτόνο | ζιζανιοκτόνα |
Related terms
- ζιζάνιο n (zizánio, “weed”)