Definify.com
Definition 2025
ημερολογιογράφος
ημερολογιογράφος
Greek
Noun
ημερολογιογράφος • (imerologiográfos) m, f (plural ημερολογιογράφοι)
- diarist (keeper of a diary/journal)
Declension
declension of ημερολογιογράφος
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ημερολογιογράφος | ημερολογιογράφοι |
| genitive | ημερολογιογράφου | ημερολογιογράφων |
| accusative | ημερολογιογράφο | ημερολογιογράφους |
| vocative | ημερολογιογράφε | ημερολογιογράφοι |