Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
ημερονυκτίου
ημερονυκτίου
Greek
Noun
ημερονυκτίου
•
(
imeronyktíou
)
n
Genitive
singular
form of
ημερονύκτιο
(
imeronýktio
)
.
Similar Results