Definify.com
Definition 2025
θερμοκήπιο
θερμοκήπιο
Greek
Noun
θερμοκήπιο • (thermokípio) n (plural θερμοκήπια)
- greenhouse (garden building)
- glasshouse (large commercial greenhouse)
Declension
declension of θερμοκήπιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θερμοκήπιο | θερμοκήπια |
genitive | θερμοκηπίου | θερμοκηπίων |
accusative | θερμοκήπιο | θερμοκήπια |
vocative | θερμοκήπιο | θερμοκήπια |
External links
- θερμοκήπιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el