Definify.com
Definition 2024
ιδρύτρια
ιδρύτρια
Greek
Noun
ιδρύτρια • (idrýtria) f (plural ιδρύτριες, masculine ιδρυτής)
Declension
declension of ιδρύτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδρύτρια | ιδρύτριες |
genitive | ιδρύτριας | ιδρυτριών |
accusative | ιδρύτρια | ιδρύτριες |
vocative | ιδρύτρια | ιδρύτριες |
Related terms
- ίδρυμα n (ídryma, “institution”)