Definify.com
Definition 2025
ικανοποίηση
ικανοποίηση
Greek
Noun
ικανοποίηση • (ikanopoíisi) f (plural ικανοποιήσεις)
Declension
declension of ικανοποίηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ικανοποίηση | ικανοποιήσεις |
| genitive | ικανοποίησης / ικανοποιήσεως | ικανοποιήσεων |
| accusative | ικανοποίηση | ικανοποιήσεις |
| vocative | ικανοποίηση | ικανοποιήσεις |
See also
- ευτυχία f (eftychía, “happiness, contentment”)
- ευχαρίστηση f (efcharístisi, “pleasure”)