Definify.com
Definition 2025
ιστιοδρομία
ιστιοδρομία
Greek
Noun
ιστιοδρομία • (istiodromía) f (plural ιστιοδρομίες)
Declension
declension of ιστιοδρομία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστιοδρομία | ιστιοδρομίες |
genitive | ιστιοδρομίας | ιστιοδρομιών |
accusative | ιστιοδρομία | ιστιοδρομίες |
vocative | ιστιοδρομία | ιστιοδρομίες |
Related terms
- ιστιοπλοΐα f (istioploḯa, “yachting”)
- and see: ιστός m (istós, “mast”)
See also
- γιοτ n (giot, “yacht”)