Definify.com
Definition 2024
ιός
ιός
Greek
Noun
ιός • (iós) m (plural ιοί)
Declension
declension of ιός
Homonyms
- υιός m (yiós, “son, male child”)
See also
- μικρόβιο n (mikróvio, “microbe, germ”)
- βακτήριο n (vaktírio, “bacterium”)
- βακτηρίδιο n (vaktirídio, “bacterium”)