Definify.com
Definition 2024
κίνητρο
κίνητρο
Greek
Noun
κίνητρο • (kínitro) n (plural κίνητρα)
- (psychology) motivation
Declension
declension of κίνητρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κίνητρο | κίνητρα |
genitive | κινήτρου | κινήτρων |
accusative | κίνητρο | κίνητρα |
vocative | κίνητρο | κίνητρα |