Definify.com
Definition 2024
καγκελάριος
καγκελάριος
Greek
Noun
καγκελάριος • (kankelários) m (plural καγκελάριοι)
Declension
declension of καγκελάριος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καγκελάριος | καγκελάριοι |
genitive | καγκελάριου / καγκελαρίου | καγκελάριων / καγκελαρίων |
accusative | καγκελάριο | καγκελάριους / καγκελαρίους |
vocative | καγκελάριε | καγκελάριοι |
See also
- καγκελάριος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el