Definify.com
Definition 2025
καθαριότητα
καθαριότητα
Greek
Noun
καθαριότητα • (kathariótita) f (plural καθαριότητες)
Declension
declension of καθαριότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | καθαριότητα | καθαριότητες |
| genitive | καθαριότητας | — |
| accusative | καθαριότητα | καθαριότητες |
| vocative | καθαριότητα | καθαριότητες |
Related terms
- see: καθαρός (katharós, “clean, pure”)