Definify.com
Definition 2025
καλαθοσφαίριση
καλαθοσφαίριση
Greek
Noun
καλαθοσφαίριση • (kalathosfaírisi) f (plural καλαθοσφαιρίσεις)
- (sports) basketball (the more formal, but much less common term)
Declension
declension of καλαθοσφαίριση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις |
genitive | καλαθοσφαίρισης / καλαθοσφαιρίσεως | καλαθοσφαιρίσεων |
accusative | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις |
vocative | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις |
Synonyms
- μπάσκετ f (básket) (the more common term)
External links
- καλαθοσφαίριση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el