Definify.com
Definition 2025
κανονίζομαι
κανονίζομαι
Greek
Verb
κανονίζομαι • (kanonízomai) (simple past κανονίστηκα, active form κανονίζω, passive)
- passive of κανονίζω (kanonízo)
κανονίζομαι • (kanonízomai) (simple past κανονίστηκα, active form κανονίζω, passive)