Definify.com

Definition 2025


καραγκιοζλίκι

καραγκιοζλίκι

Greek

Noun

καραγκιοζλίκι (karankiozlíki) n (plural καραγκιοζλίκια)

  1. Alternative form of καραγκιοζιλίκι (karankiozilíki)

Declension