Definify.com

Definition 2024


καρβοξυλικό_οξύ

καρβοξυλικό οξύ

Greek

Noun

καρβοξυλικό + οξύ (karvoxylikó + oxý) n

  1. (chemistry) carboxylic acid
    Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβοξυλικό οξύ.
    Acetic acid is a carboxylic acid.

Synonyms

External links