Definify.com
Definition 2024
κατάσχεση
κατάσχεση
Greek
Noun
κατάσχεση • (katáschesi) f (plural κατασχέσεις)
Declension
declension of κατάσχεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάσχεση | κατασχέσεις |
genitive | κατάσχεσης / κατασχέσεως | κατασχέσεων |
accusative | κατάσχεση | κατασχέσεις |
vocative | κατάσχεση | κατασχέσεις |