Definify.com
Definition 2025
κατά_πολύ
κατά πολύ
Greek
Adverb
- by far, significantly
- Ξεπερνάει κατά πολύ τα διεθνή πρότυπα.
- Xepernáei katá polý ta diethní prótypa.
- It exceeds, by far, the international standards.
- Ξεπερνάει κατά πολύ τα διεθνή πρότυπα.