Definify.com
Definition 2025
καταδρομέας
καταδρομέας
Greek
Noun
καταδρομέας • (katadroméas) m (plural καταδρομείς)
Synonyms
Declension
declension of καταδρομέας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταδρομέας | καταδρομείς |
genitive | καταδρομέα | καταδρομέων |
accusative | καταδρομέα | καταδρομείς |
vocative | καταδρομέα | καταδρομείς |
Related terms
- καταδρομή f (katadromí, “commando raid”)