Definify.com
Definition 2025
καταδότρια
καταδότρια
Greek
Noun
καταδότρια • (katadótria) m (plural καταδότριες, masculine καταδότης)
Declension
declension of καταδότρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταδότρια | καταδότριες |
genitive | καταδότριας | καταδοτριών |
accusative | καταδότρια | καταδότριες |
vocative | καταδότρια | καταδότριες |
Synonyms
- πληροφοριοδότρια f (pliroforiodótria)
Related terms
- κατάδοση f (katádosi, “informing”)