Definify.com
Definition 2024
καταλύτης
καταλύτης
Greek
Noun
καταλύτης • (katalýtis) m (plural καταλύτες)
- (chemistry) catalyst
- (automotive) catalytic converter
- (metaphorical) enabler (person who makes things happen)
Declension
declension of καταλύτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταλύτης | καταλύτες |
genitive | καταλύτη | καταλυτών |
accusative | καταλύτη | καταλύτες |
vocative | καταλύτη | καταλύτες |
Related terms
- καταλυτικός (katalytikós, “catalytic”)