Definify.com
Definition 2024
καταρράκτης
καταρράκτης
Greek
Alternative forms
- καταρράχτης (katarráchtis)
Noun
καταρράκτης • (katarráktis) m (plural καταρράκτες)
Declension
declension of καταρράκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταρράκτης | καταρράκτες |
genitive | καταρράκτη | καταρρακτών |
accusative | καταρράκτη | καταρράκτες |
vocative | καταρράκτη | καταρράκτες |
Related terms
- καταρρακτώδης (katarraktódis, “torrential”)
- καταρρακτωδώς (katarraktodós, “torrentially”)