Definify.com
Definition 2025
καταχώρηση
καταχώρηση
Greek
Noun
καταχώρηση • (katachórisi) f (plural καταχωρήσεις)
- Alternative form of καταχώριση (katachórisi)
Declension
declension of καταχώρηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | καταχώρηση | καταχωρήσεις |
| genitive | καταχώρησης / καταχωρήσεως | καταχωρήσεων |
| accusative | καταχώρηση | καταχωρήσεις |
| vocative | καταχώρηση | καταχωρήσεις |